σκεπτικότητα

σκεπτικότητα
η, Ν
1. η ιδιότητα τού σκεπτικού
2. το να σκέπτεται κάποιος, το να είναι βυθισμένος σε σκέψεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκεπτικός. Η λ., στον λόγω τ. σκεπτικότης, μαρτυρείται από το 1854 στον Π. Χιώτη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”